Η Κοινωνική Πολιτική: Κοινωνικές Ασφαλίσεις
Τα διάφορα περιστατικά δυσπραγίας και αντικοινωνικής συμπεριφοράς, που παρουσιάζονται, με οδήγησαν στο να κάμω μια διαχρονική αποτίμηση της κυβερνητικής κοινωνικής πολιτικής. Η μεγιστοποίηση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ δεν υπήρξε ποτέ αυτοσκοπός της αναπτυξιακής μας πολιτικής. Ήταν το μέσο για τη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων για εξύψωση του βιοτικού επιπέδου όλων. Δεν υπήρξε Σχέδιο Ανάπτυξης, που να μη δίδει έμφαση στο θέμα αυτό.
Το Πρώτο Πενταετές Σχέδιο, 1962-1966, τόνιζε ότι «η Κυβέρνηση θα καταβάλει κάθε προσπάθεια να ανεβάσει το επίπεδο διαβίωσης του κόσμου και να προσφέρει ίσες ευκαιρίες σε όλους για πνευματική, κοινωνική και πολιτιστική πρόοδο κι ανάπτυξη». Το Δεύτερο Σχέδιο, 1967-1971, διελάμβανε τη δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος με «αυξήσεις μισθών/ημερομισθίων σύμφωνα με την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, επιδίωξη πλήρους απασχόλησης, αυξημένες δαπάνες για κοινωνικές υπηρεσίες (υγεία, ευημερία, παιδεία, κ.λπ.) και βοήθεια στον αγροτικό πληθυσμό για καλύτερο βιοτικό επίπεδο». Έτσι, η οικονομική ανάπτυξη, την οποία υπηρέτησα, απέβλεπε στην ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, πέραν της εξασφάλισης μιας γενικά άνετης ζωής για όλους.
Παρακολουθώντας τον δείκτη Gini (κλασικό δείκτη κατανομής του εθνικού εισοδήματος), τα αποτελέσματα που παίρναμε ήταν ότι στην Κύπρο η κατανομή ήταν πιο δίκαιη κι από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Δεδομένου του σταδίου οικονομικής ανάπτυξης και λαμβανομένης υπόψη της οπισθοδρόμησης που υπέστη, λόγω της εισβολής, η Κύπρος μπορεί να χαρακτηριστεί η ίδια ως ένα κράτος ευημερίας. Κανονικά, στην Κύπρο κανένας νόμιμος κάτοικος δεν μπορεί να βρεθεί χωρίς ένα ελάχιστο εισόδημα, χωρίς στέγη, χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ασφαλώς η κύρια δύναμη της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου υπήρξε η εργατικότητα κι εφευρετικότητα των Κυπρίων.
Ξεκινώντας από το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που καλύπτει όλους στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους (ανεργία, ασθένεια, γηρατειά...), ποτέ δεν ήταν εύκολη υπόθεση η προώθηση μέτρων. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η πρόταση για εισαγωγή της αναλογικής σύνταξης στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Μέχρι τότε, ίσχυε η καταβολή σε όλους τους δικαιούχους ενός συγκεκριμένου ποσού σύνταξης. Επειδή τούτο σήμαινε ότι, με την αφυπηρέτησή τους, όλοι εξομοιώνονταν, ανεξάρτητα από τις υποχρεώσεις που είχαν, η ιδέα ήταν να εισαχθεί ένα συμπληρωματικό σχέδιο κοινωνικών ασφαλίσεων, που να συνδέει τις εισφορές και τις παροχές με το ύψος του μισθού κάποιου μέχρις ενός ανώτατου ποσού.
Το Υπουργείο Οικονομικών απέρριψε στην αρχή την πρόταση. Οι φόβοι του Υπουργείου ήταν ότι θα μαζεύονταν τόσα πολλά λεφτά, που θα ήταν αδύνατο να τα διαχειριστεί, μιας κι η πρακτική που ακολουθείτο έκτοτε ήταν, τα πλεονάσματα του Ταμείου, να κατατίθενται στα Κυβερνητικά Ταμεία. Μετά από πολλές συζητήσεις που κάναμε, ήρθησαν οι ανησυχίες του Υπουργείου και το θέμα πήρε την άγουσα προς συζήτηση με τους κοινωνικούς εταίρους στο πλαίσιο της Τριμερούς Συνεργασίας.
Τόσο οι εργοδοτικές οργανώσεις, όσο κι οι συντεχνίες δέχτηκαν την εισαγωγή του Σχεδίου, ενώ η ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ. και οι εκπαιδευτικές οργανώσεις την απέρριψαν, με τη δικαιολογία ότι οι κρατικοί λειτουργοί είχαν τα κυβερνητικά σχέδια σύνταξης και μάλιστα χωρίς συνεισφορά. Παρά τις προσπάθειές μας, οι οργανώσεις αυτές αρνήθηκαν τη συμμετοχή μέχρι τέλους. Μπροστά στον κίνδυνο να ματαιωθεί ο εκσυγχρονισμός του θεσμού κι επειδή οι αναλογιστικές προβλέψεις απαιτούσαν καθολική συμμετοχή στο νέο σχέδιο, καταλήξαμε σ’ έναν συμβιβασμό: Το αναλογικό σχέδιο θα ήταν καθολικό, με τη διαφορά ότι τη συνεισφορά των κρατικών λειτουργών θα την κατέβαλλε η Κυβέρνηση, η οποία, όμως, θα έπαιρνε η ίδια τα ποσά της αναλογικής σύνταξης που θα δικαιούνταν οι συνταξιούχοι της.
Έτσι, το ΤΚΑ καταβάλλει κάθε μήνα την αναλογική σύνταξη, που κάθε συνταξιούχος κρατικός υπάλληλος δικαιούται, η οποία στη συνέχεια παρακρατείται από την κυβερνητική σύνταξή του. Δηλαδή, οι κρατικοί λειτουργοί έγιναν, τελικά, το όχημα για να ασφαλιστεί η Κυβέρνηση. Δεν ξέρω πόσα έχει βγάλει μέχρι τώρα η Κυβέρνηση από αυτήν τη γαλαντόμα χειρονομία των οργανώσεων των κρατικών υπαλλήλων, όμως, φαίνεται ότι δεν μπορούσε η Κυβέρνηση να είχε κάμει καλύτερη επένδυση. Κι ασφαλώς το αντίθετο ισχύει για τους επηρεαζόμενους συνταξιούχους της, οι οποίοι φαίνεται ότι έχασαν μια ευκαιρία να πάρουν μέχρι τώρα πολλές φορές πίσω τα λεφτά των τυχόν συνεισφορών τους.
Η ίδια αρνητική ιστορία επαναλήφθηκε με πρωταγωνιστές τους εκπαιδευτικούς αναφορικά με την πρόταση για αφυπηρέτηση στα 63, αντί στα 60. Αν λάβει κανένας υπόψη το γεγονός ότι το ποσό της σύνταξης και το εφάπαξ των νέων εκπαιδευτικών θα μειωνόταν, λόγω του συνωστισμού στον κατάλογο διορισίμων, φαίνεται ότι οι καθηγητές είτε δεν έκαμαν καλά την κατ' οίκον εργασία τους είτε τήρησαν τη στάση που τήρησαν, για άλλους λόγους.
Βέβαια, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι θα ήταν καλό τα επιπλέον χρόνια ζωής να τα περνά κάποιος χωρίς το άγχος της δουλειάς. Όμως, τα οικονομικά των κοινωνικών ασφαλίσεων δεν το επιτρέπουν όχι μόνο σε μας, αλλά ούτε και σε πολύ πιο πλούσιες χώρες. Γι' αυτό, στις ευρωπαϊκές χώρες το όριο συνταξιοδότησης ανεβαίνει κατά κανόναν μαζί με το προσδόκιμο όριο ζωής.
Tου Δρ. Ιάκωβου Αριστείδου
Πρώην Υπουργού και
Πρώην Γενικού Διευθυντή
Γραφείου Προγραμματισμού
Τελευταία Νέα
