2/6/2019

Ο Κατά Δημοσίων Υπαλλήλων "Φιλιππικός" του Δικηγόρου, κ. Αντρέα Παπαχαραλάμπους

 

Ο δικηγόρος, κ. Αντρέας Παπαχαραλάμπους, με άρθρο του στο "Φιλελεύθερο", την Κυριακή, 27.1.2019, σε ρόλο τιμητή των δημοσίων υπαλλήλων και με αλαζονεία και ύφος που συνήθως διακρίνει άτομα που νομίζουν ότι είναι παντογνώστες και κάτοχοι της απόλυτης αλήθειας, εξαπέλυσε μύδρους κατά του Γενικού Γραμματέα και των μελών της ΠΑΣΥΔΥ, με αφορμή το θέμα της εισφοράς των κρατικών υπαλλήλων (δημοσίων υπαλλήλων, εκπαιδευτικών, αστυνομικών και στρατιωτικών) στο ΓεΣΥ. Φαίνεται πως διέλαθε της μνήμης του ότι οι πρώτοι που αντέδρασαν στην ιδέα για διατήρηση της εισφοράς των 1,5%, επιπρόσθετα από την εισφορά των 1,7%, ήταν οι οργανώσεις των εκπαιδευτικών. Έτσι δεν τους στόλισε με τα επίθετα και χαρακτηρισμούς που αποδίδει στους δημοσίους υπαλλήλους.

 

Η απάντηση στην ελεεινολογία του κ. Παπαχαραλάμπους, θα πρέπει να δοθεί από την ΠΑΣΥΔΥ και τις ανεξάρτητες συντεχνίες των κυβερνητικών γιατρών και των νοσηλευτών. Εγώ θα σχολιάσω μόνο δύο από τις αναφορές του: η μια αφορά το δικαίωμα για ιατρική περίθαλψη και την εισφορά στο ΓεΣΥ και η άλλη τις συντάξεις των κρατικών υπαλλήλων.

 

Οι ενεργεία και αφυπηρετήσαντες κρατικοί υπάλληλοι δικαιούνταν τους, μέχρι τον Ιούλιο του 2013, με βάση τους όρους υπηρεσίας τους, δωρεάν περίθαλψη παρεχόμενη από τις δημόσιες υπηρεσίας υγείας, χωρίς εισφορά. Από τον Αύγουστο του 2013 επιβλήθηκε εισφορά υγείας ύψους 1,5% πάνω στις ακαθάριστες απολαβές τους. Δικαιούχοι περίθαλψης από τις δημόσιες υπηρεσίας υγείας, αλλά χωρίς εισφορά, είναι επίσης -

(α) άτομα με ετήσιο εισόδημα μέχρι €15.400˙

(β) ζευγάρια με ετήσιο εισόδημα €30.750, αυξανόμενο κατά €1.700 για κάθε εξαρτώμενο παιδί˙

(γ) άτομα πάσχοντα από καθορισμένη χρόνια σοβαρή ασθένεια

(δ) πολύτεκνοι.

 

Ως νομικός, ο κ. Παπαχαραλάμπους, οφείλει να μας απαντήσει, με βάση ποιές αρχές δικαίου θεωρεί ορθό και δίκαιο κρατικοί υπάλληλοι που πληρούν τα ανωτέρω εισοδηματικά κριτήρια να καταβάλλουν εισφορά για να δικαιούνται τις ίδιες παροχές υγείας και με τους ίδιους όρους, ενώ η οικονομική τους κατάσταση μπορεί να είναι χειρότερη των άλλων κατηγοριών δικαιούχων που δεν πληρώνουν εισφορά; Γιατί ο πολύτεκνος κρατικός υπάλληλος με ετήσιο εισόδημα π.χ. €36.000 να εισφέρει 1.5% του μισθού του, ενώ οποιοσδήποτε πολύτεκνος μη κρατικός υπάλληλος, έστω και αν είναι εκατομμυριούχος, να είναι δικαιούχος χωρίς εισφορά; Γιατί ο συνταξιούχος κρατικός υπάλληλος ή χήρα συνταξιούχου, με σύνταξη που δεν υπερβαίνει τα εν λόγω εισοδηματικά όρια να πληρώνει εισφορά, σε αντίθεση με άλλους πολίτες  που εμπίπτουν στα ίδια κριτήρια; Γιατί ο καρκινοπαθής ή μυοπαθής κρατικός υπάλληλος να πληρώνει εισφορά λόγω και μόνο του εργασιακού του καθεστώτος, ενώ ο ομοιοπαθής του δικηγόρος, τραπεζικός υπάλληλος, έμπορος κλπ. δεν πληρώνει; Που είναι οι αρχές της ισότητας  μεταχείρισης,  της ισονομίας, της δίκαιης κατανομής των φορολογικών βαρών, που  κατοχυρώνει το Σύνταγμα μας;

 

Και το χειρότερο, η δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη εξελίχτηκε σε κατ' επίφαση δικαίωμα, με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι κρατικές υπηρεσίες υγείας την τελευταία δεκαετία. Πολλοί εν ενεργεία κρατικοί υπάλληλοι έλυσαν μερικώς το πρόβλημα με την αγορά ιδιωτικής ασφάλισης υγείας. Οι  συνταξιούχοι είτε πληρώνουν από την τσέπη τους για περίθαλψη στον ιδιωτικό τομέα, αν έχουν τη δυνατότητα, είτε μπαίνουν τις λίστες αναμονής προσευχόμενοι να επιβιώσουν μέχρι να έλθει η σειρά τους για εξέταση και θεραπεία.

 

Με το ΓεΣΥ αλλάζει ριζικά, τόσο η χρηματοδότηση όσο και η οργάνωση της παροχής υπηρεσιών υγείας, με κύρια χαρακτηριστικά την καθολικότητα προστασίας, την ελευθερία επιλογής γιατρού και νοσηλευτηρίου και την απρόσκοπτη πρόσβαση στις υπηρεσίες για όλους με μόνο κριτήριο την ιδιότητα του πολίτη κατοίκου της Δημοκρατίας. Εν ολίγοις το ΓεΣΥ απεγκλωβίζει τους δικαιούχους ασθενείς από τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, στις οποίες ο κομματικός λαϊκισμός φόρτωσε δικαιούχους (75%, του πληθυσμού) με τη χαλάρωση των κριτηρίων, αγνοώντας τα όρια των δυνατοτήτων των υπηρεσιών. Τα αποτελέσματα γνωστά: οι από καθέδρας κριτές και λαϊκιστές χρεώνουν όλα τα κακώς έχοντα στο προσωπικό των νοσοκομείων.

 

Το ΓεΣΥ θα χρηματοδοτείται από εισφορές από όλους ανεξαίρετα τους πολίτες, οι οποίοι έχουν εισόδημα από εργασία ή οποιαδήποτε άλλη πηγή, τους εργοδότες και το κράτος. Τα ποσοστά εισφοράς για μισθωτούς και συνταξιούχους έχουν οριστεί ως εξής:

Α. Για μισθωτούς

Περίοδος

Μισθωτός

Εργοδότης

Κράτος

Σύνολο

1.3.2019 – 28.2. 2020

1.70%

1,85%

1,65%

5,20%

1.3.2020 και εφεξής

2,65%

2,90%

4,55%

10,10%

 

Β. Για συνταξιούχους

Περίοδος

Συνταξιούχος

Εργοδότης

Κράτος

Σύνολο

1.3.2019 – 28.2. 2020

1.70%

_

1,65%

3,35%

1.3.2020 και εφεξής

2,65%

_

4,55%

7,20%

 

Η εισφορά του κράτους στην πρώτη φάση (1. 3. 2019 -28.2.2020) είναι δυσανάλογα χαμηλή (32% των εσόδων) σε σχέση με την τελική εισφορά (45% των εσόδων). Η κατανομή κατά τη μεταβατική περίοδο θα έπρεπε να ήταν 1,35% (μισθωτοί), 1,50% (εργοδότες) και 2,35% (κράτος). Είναι κατανοητή αυτή η προσωρινή διαφοροποίηση, δεδομένου ότι η υποχρέωση του κράτους για παροχή ενδονοσοκομειακής περίθαλψης στους σημερινούς δικαιούχους θα συνεχίσει κατά τη μεταβατική περίοδο από 1.7.2019  μέχρι 30.6.2020. Ωστόσο, αν η εισφορά των 1,5% συνεχίσει να καταβάλλεται από τους  κρατικούς υπαλλήλους, παράλληλα με την εισφορά των 1,7% στο ΓεΣΥ, η εισφορά της Κυβέρνησης ως εργοδότη (1,85%), στην πράξη θα αναληφθεί εξολοκλήρου από τους υπαλλήλους (3,2% - 1,35%). Έτσι, καταργείται, έστω και το θεωρητικό χωρίς εισφορά δικαίωμα των κρατικών υπαλλήλων για νοσοκομειακή περίθαλψη, πριν από την ανάληψη της από τον ΟΑΥ τον Ιούλιο του 2020. Άραγε θα μιμηθούν την Κυβέρνηση και οι μεγάλοι οργανισμοί του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις (όπως οι τράπεζες), που εφαρμόζουν σχέδια υγείας για το προσωπικό τους;

 

Προσωπικά είμαι διατεθειμένος να αυξήσω την εισφορά μου προς το κράτος στο 2,65% από την 1.3.2019, νοουμένου ότι θα έχω το δικαίωμα, και την κάλυψη, ελεύθερης πρόσβασης σε οποιοδήποτε νοσηλευτήριο (ιδιωτικό ή δημόσιο), όπως το έχουν όλοι οι εργαζόμενοι που καλύπτονται από εργοδοτικά σχέδια υγείας.

 

Ο κ. Παπαχαραλάμπους, σε κατάσταση σύγχυσης λόγω της άγνοιάς του, διερωτάται  «…γιατί οι δημόσιοι υπάλληλοι να μην πληρώνουν 3,2%; Θα παίρνουν δεύτερης τάξης ιατροφαρμακευτική περίθαλψη; Θα παίρνουν φάρμακα από τα κατεχόμενα γιατί είναι πιο φτηνά; Και γιατί ο καλουψιής ο οικοδόμος, ο υδραυλικός, ο εργάτης, το γκαρσόνι και τόσοι άλλοι να πληρώνουν τα μαλλοκέφαλά τους για το ΓεΣΥ;» και εισηγείται ειρωνικά «..στον φίλτατό (του) Γλαύκο, ν’ αξιώσει για τους δημόσιους υπαλλήλους επίδομα ΓεΣΥ, και να είναι γενναιόδωρο.» Αν διαβάσει τη νομοθεσία περί ΓεΣΥ και κάνει μερικές πράξεις αριθμητικής επιπέδου δημοτικού σχολείου, ίσως αντιληφθεί ότι αρλουμπολογεί.

 

Ο κ Παπαχαραλάπους παρομοιάζει το ΓεΣΥ με «..τον ποξιά με δέκα πούζες..» την αφαίρεση των οποίων εμποδίζει η ΠΑΣΥΔΥ και μαζί την εφαρμογή του ΓεΣΥ. Του διαφεύγει ότι τον ποξιά όρμησαν να τον ξεσκίσουν με τα σπαθιά τους οι ιππότες της "ποιοτικής ιατρικής’" και οι θιασώτες του πολυασφαλιστικού και του Medicaid των ΗΠΑ. Μαζί τους είναι κάποιοι κομματάρχες, ένας που επαίρεται ότι έχουν επιβεβαιωθεί οι προβλέψεις του για προβληματικό ΓεΣΥ και μια άλλη που το βάφτισε κομμουνιστικό (φαίνεται ότι μετά από πέντε χρόνια θητείας στην Ευρωβουλή δεν έχει αντιληφθεί ότι όλες οι χώρες της ΕΕ, πλην της Κύπρου, εφαρμόζουν, άλλες λίγο και άλλες πολύ, "κομμουνιστικά" συστήματα υγείας).  

Σε ό,τι αφορά τις συντάξεις, ο κ Παπαχαραλάπους αναφέρει ότι «… έγινε το σώσε να συνεισφέρουν οι δημόσιοι υπάλληλοι στις κοινωνικές ασφαλίσεις, να μην παίρνουν δύο συντάξεις,...». Και εδώ πιάνεται αδιάβαστος. Οι δημόσιοι υπάλληλοι εισφέρουν στο Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων από την ίδρυσή του, το 1957. Προφανώς, δεν είναι καλά πληροφορημένος για τους κανόνες συμψηφισμού των επαγγελματικών συντάξεων με το αναλογικό μέρος της σύνταξης κοινωνικών ασφαλίσεων, οι οποίοι ισχύουν για όλους ανεξαίρετα τους εργαζομένους (κρατικούς, ημικρατικούς, ιδιωτικούς) που καλύπτονται από σχέδια συντάξεων, παρόμοια με αυτό των κρατικών υπαλλήλων. Η ένταξη των κρατικών υπαλλήλων στο αναλογικό μέρος του Σχεδίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων έγινε για λόγους αλληλεγγύης και βιωσιμότητας. Η διευθέτηση προβλέπει για πληρωμή από τον εργοδότη του μέρους της προσωπικής εισφοράς του υπαλλήλου, το οποίο αναλογεί στη χρηματοδότηση του αναλογικού μέρους της σύνταξης κοινωνικών ασφαλίσεων, με αντάλλαγμα την εφ' όρου ζωής του υπαλλήλου και της χήρας του αφαίρεση του μέρους αυτού της σύνταξης από την εργοδοτική επαγγελματική σύνταξη. Μάλιστα, οι όροι συμψηφισμού είναι τέτοιοι που οι υπάλληλοι, και ιδιαίτερα αυτοί οι οποίοι αφυπηρέτησαν τα πρώτα 20 - 25 χρόνια μετά την εισαγωγή του αναλογικού σχεδίου κοινωνικών ασφαλίσεων το 1980, επιστρέφουν στην Κυβέρνηση ποσά πολλαπλάσια της αναλογικής εισφοράς που πλήρωσε για αυτούς. Π.χ.  Στην περίπτωσή μου η αναλογική εισφορά της Κυβέρνησης, μέχρι την αφυπηρέτησή μου, ήταν συνολικά €5.807. Με ένα επιτόκιο 5% μέχρι την αφυπηρέτησή μου το ποσό αυξάνεται στα €8.580. Μέχρι την 31.12.2018 έχει αφαιρεθεί από την Κυβερνητική σύνταξή μου ποσό €69.500, οκταπλάσιο της εισφοράς που πλήρωσε η Κυβέρνηση για μένα και θα συνεχιστεί η αφαίρεση €4.320 το χρόνο εφ' όρου ζωής μου. Με εισφορές 47 χρόνων στο πλήρες ύψος, παίρνω στην πράξη από το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων μόνο τη βασική σύνταξη και ένα μέρος αναλογικής για εισφορές που πλήρωσα ως ιδιώτης. Δεν θεωρώ λανθασμένη τη διευθέτηση αυτή, γιατί λειτουργεί στα πλαίσια ενός σχεδίου που έχει έντονο το στοιχείο της αλληλεγγύης μεταξύ γενεών. Αναφέρθηκα σ' αυτήν την πτυχή των δικαιωμάτων των κρατικών υπαλλήλων,  απλώς για να διαλύσω κάποιους μύθους σχετικά με το όλο θέμα.

 

Το συνταξιοδοτικό καθεστώς των κρατικών υπαλλήλων έχει αλλάξει ριζικά. Καταργήθηκε η επαγγελματική σύνταξη για υπαλλήλους που προσλήφθηκαν την 1.10.2011 και μετά, για δε τους υπηρετούντες πριν από την ημερομηνία αυτή, που δεν είχαν συμπληρώσει υπηρεσία 400 μηνών μέχρι την 30.9.2011, τα ωφελήματα μειώνονται μέχρι και 30%  ανάλογα με τη μισθολογική κλίμακα και το διάστημα που μεσολαβεί από την 1.1.2013 και την ημερομηνία αφυπηρέτησης του υπαλλήλου. Φορολογήθηκε επίσης το εφάπαξ αφυπηρέτησης και ταυτόχρονα επιβλήθηκε εισφορά συντάξεων 5%. Ο κ. Παπαχαραλάμπους φαντάζομαι να γνωρίζει ότι οι δικηγόροι παίρνουν δύο συντάξεις: σύνταξη κοινωνικών ασφαλίσεων και σύνταξη από το νομοθετημένο ταμείο συντάξεων δικηγόρων. Το τελευταίο μάλιστα χρηματοδοτείται κατά 75% με τα λεγόμενα δικηγορόσημα, την αξία των οποίων πληρώνουν οι πελάτες των δικηγόρων. Αφού ο κ. Παπαχαραλάμπους θεωρεί κακό τις διπλές συντάξεις, γιατί δεν εισηγήθηκε και την κατάργηση του ταμείου των δικηγόρων μετά την κατάργηση του σχεδίου συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με σειρά οδηγιών της, ενθαρρύνει τα κράτη μέλη της, όχι μόνο να διατηρήσουν, αλλά και να βελτιώσουν, το δεύτερο πυλώνα συνταξιοδοτικών παροχών, επιπρόσθετα από τα εθνικά συστήματα κοινωνικών ασφαλίσεων. Στην περίπτωση της Κύπρου, με αφορμή την κρίση και την Τρόικα, και με νοοτροπίες Παπαχαραλάμους, πήγαμε πίσω στη δεκαετία του 1940, για να παραπονιόμαστε σε μερικά χρόνια ότι οι συντάξεις μας είναι ανεπαρκείς.

 

Υ.Γ.  Ελπίζω το άρθρο αυτό να το διαβάσουν ο κ. Πανίκος Χαραλαμπους και η κα Θεανώ Θειοπούλου, που με τα άρθρα τους στην ίδια έκδοση του "Φιλελευθέρου" υποστηρίζουν θέσεις παρόμοιες με αυτές του κ. Παπαχαραλάμπους. Η τελευταία μάλιστα θεωρεί ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι θα παύσουν να είναι "κακομαθημένα παιδιά", όταν χάσουν τη μονιμότητά τους και μειωθούν ή καταργηθούν τα ωφελήματά τους. Θα είναι φαίνεται ευτυχής, αν μετά κατεδαφίσουμε και την ΠΑΣΥΔΥ για να την μετατρέψουμε σε πλατεία κλαυθμώνος!

 

Του Παναγιώτη Δ. Γιάλλουρου
Συνταξιούχου Δημοσίου Υπαλλήλου

Τελευταία Νέα